χοντροκοπιά

χοντροκοπιά
η, Ν [χοντροκοπώ]
1. κακότεχνη εργασία
2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδροειδής άνθρωπος
3. συμπεριφορά ή πράξη άξεστου ανθρώπου, αγενής ή ανάρμοστη συμπεριφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοντροκοπιά — η 1. άτεχνη εργασία, χοντροδουλειά. 2. αγροίκος, άξεστος: Αυτός είναι μια χοντροκοπιά. 3. χωριατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμορφωσιά — η [αμόρφωτος] το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια 2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά …   Dictionary of Greek

  • γαϊδουριά — η συμπεριφορά που αρμόζει σε γάιδαρο, απρέπεια, χοντροκοπιά …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… …   Dictionary of Greek

  • Θερβάντες Σααβέντρα, Μιγκέλ ντε- — (Miguel de Saavedra Cervantes, Αλκαλά ντε Ενάρες, Μαδρίτη 1547 – 1616). Ισπανός συγγραφέας. Ο Θ. έζησε κατά την ιστορική περίοδο της νίκης της Ισπανίας στη Ναύπακτο και της ήττας της Αήττητης Αρμάδας του Φίλιππου B’. Έλαβε ενεργό μέρος στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”